mediative$47504$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mediative$47504$ - translation to ελληνικό

LINGUISTIC INDICATION OF THE NATURE OF EVIDENCE FOR A GIVEN STATEMENT, OFTEN USING MODAL VERBS
Quotative evidential mood; Evidential; Quotative evidental mood; Indirectivity; Evidentials; Evidential suffix; Verificational; Validational; Validationality; Evidentialities; Evidentially; Mediativity; Mediatively; Mediative; Mediatives; Médiatif; Mediatif; Médiaphorique; Mediaphorique; Indirectives; Indirectively; Indirectiveness

mediative      
adj. μεσιτικός

Ορισμός

Mediative
·adj Pertaining to mediation; used in mediation; as, mediative efforts.

Βικιπαίδεια

Evidentiality

In linguistics, evidentiality is, broadly, the indication of the nature of evidence for a given statement; that is, whether evidence exists for the statement and if so, what kind. An evidential (also verificational or validational) is the particular grammatical element (affix, clitic, or particle) that indicates evidentiality. Languages with only a single evidential have had terms such as mediative, médiatif, médiaphorique, and indirective used instead of evidential.